✑ της Φριντερίκε Χάμπερμαν
Μετάφραση / Σχόλια: Αργύρης Γεωργουλής
Signac: Portrait de Félix Fénéon / Wikimedia Commons
Η Φριντερίκε Χάμπερμαν (Friederike Habermann), συγγραφέας του άρθρου που ακολουθεί, είναι οικονομολόγος, ιστορικός και διδάκτορας πολιτικών επιστημών. Οι εργασίες της εστιάζουν στα χαρακτηριστικά των αλληλοσυνδέσεων των σχέσεων εξουσίας, στα διεθνικά κοινωνικά κινήματα και στις εναλλακτικές στρατηγικές αυτοσυντήρησης. Στο κείμενο της υποστηρίζει, επικαλούμενη πειράματα, μελέτες της καθημερινής ζωής αλλά και θεωρητικές εργασίες από ποικίλους επιστημονικούς χώρους, ότι το κυρίαρχο, ανταγωνιστικό και χρησιμοθηρικό, σύγχρονο πρότυπο ζωής, που είναι βασισμένο στον θεσμό του κράτους και την οικονομία της αγοράς, αιχμαλωτίζει την ανθρώπινη ζωή –ένα αλληλένδετα προσωπικό και κοινωνικό γεγονός– στα δεσμά της ιδιοτέλειας, της αναλγησίας και της απληστίας, ματαιώνοντας τη βαθύτατη, πρωταρχική, προσδοκία των ανθρώπων για ουσιαστική αλληλεπίδραση και προσωπική ολοκλήρωση εντός της κοινότητας στην οποία ζουν και η οποία αναπόδραστα τους καθορίζει, στη βάση σχέσεων ισοτιμίας, συνεργασίας και αλληλοκατανόησης. Η Χάμπερμαν θεωρεί το πρότυπο αυτό όχι μόνον αποτυχημένο αλλά –το σημαντικότερο– εσφαλμένο, παραθέτοντας κριτικές απόψεις τόσο από τα πεδία των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών επιστημών όσο και απ’ αυτά της βιολογικής έρευνας και της φιλοσοφικής σκέψης.
Το έργο αυτό αποτελεί ένα από τα 73 κείμενα που περιέχονται στη συλλογή με τίτλο The Wealth of the Commons, στην οποία διανοούμενοι και ακτιβιστές απ’ όλες τις γωνιές της Γης εκθέτουν τις απόψεις τους, απόψεις των οποίων κεντρικό σημείο σύγκλισης αποτελεί η έννοια των κοινών, δηλαδή των πόρων και του πλούτου που, φυσιολογικά και αυτοδικαίως, ανήκουν σ’ ολόκληρες κοινότητες και όχι σε μεμονωμένα άτομα και, κατά συνέπεια, πρέπει να προστατεύονται και η διαχείρισή τους να αποβαίνει προς όφελος όλων. Τέτοιου είδους κοινά, που όλοι κληρονομούμε ή όλοι μαζί δημιουργούμε, είναι φυσικά αγαθά όπως ο αέρας, οι ωκεανοί και η άγρια φύση, καθώς και οι κοινωνικοί πόροι που μοιραζόμαστε, όπως οι βιβλιοθήκες, οι δημόσιοι χώροι, η επιστημονική έρευνα και ποικίλες δημιουργικές κοινωνικές δραστηριότητες. Μέσα απ’ αυτό το σκεπτικό, γίνεται προσπάθεια να προταθούν τακτικές και λύσεις αναφορικά με σοβαρότατα, παγκόσμιου χαρακτήρα, σύγχρονα ζητήματα, όπως είναι η αρπαγή καλλιεργήσιμης γης, καθώς και δασικών και άλλων εκμεταλλεύσιμων εκτάσεων, η ιδιωτικοποίηση του νερού, η συλλογική-κοινοτική διαχείριση δασών, ψαρότοπων και αγροκτημάτων, η δημιουργία λογισμικού και περιεχομένου Ιστού και η ελεύθερη κυκλοφορία και ανάπτυξη τους στο Διαδίκτυο, η διεκδίκηση δημόσιων αστικών χώρων. Εάν θέλετε να ενημερωθείτε για το βιβλίο και τη σχετική κίνηση μπορείτε να ανατρέξετε στις παρακάτω διευθύνσεις:
http://wealthofthecommons.org/home
http://en.wikipedia.org/wiki/Commons
Ακόμη, μεταφρασμένο στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο Κοινά, περιφράξεις και κρίσεις, του Μάσιμο ντε Άντζελις (Massimo De Angelis), όπου επιχειρείται μια εμβάθυνση στην κριτική θεωρία των κοινών. Ο συγγραφέας διδάσκει πολιτική οικονομία στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου και επιμελείται τη διαδικτυακή επιθεώρηση “The Commoner”.
Επίσης, μπορείτε να διαβάσετε το αρχικό, αγγλικό κείμενο του παρόντος άρθρου εδώ:
Αυτή η εργασία χορηγείται, όπως και το πρωτότυπο κείμενο, με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 3.0 (CC BY 3.0 US).
Επιτρέπεται ελεύθερα η αντιγραφή, η τυχόν τροποποίηση και ο διαμοιρασμός όλου του κειμένου ή μερών του για οποιονδήποτε σκοπό (ακόμη και εμπορικό), υπό τους όρους: α) να γίνεται σαφής αναφορά στα αρχικά έργα και στους δημιουργούς και β) η αναδημοσίευση να συνοδεύεται από την ίδια ακριβώς άδεια.
Μια γυναίκα γράφει ένα γράμμα και το στιλό της πέφτει στο πάτωμα. Γέρνει κατά μήκος του γραφείου και προσπαθεί να το σηκώσει, αλλά δεν μπορεί να το φτάσει. Ένα μικρό αγόρι συνειδητοποιεί ότι μπορεί να βοηθήσει. Περπατά προς το στιλό, το σηκώνει και το δίνει στη γυναίκα.Αυτό είναι ένα πείραμα με παιδιά ηλικίας είκοσι μηνών. Σ’ ένα αρχικό στάδιο, σχεδόν όλα τους ευχαριστιούνται να βοηθούν ενήλικες που τους πέφτουν αντικείμενα και είναι εμφανώς ανήμποροι να τα σηκώσουν πάλι. Μετά, με τυχαίο τρόπο, τα παιδιά χωρίζονται σε τρεις ομάδες. Στην πρώτη, ο ενήλικας δεν ανταποκρίνεται καθόλου στη βοήθεια του παιδιού· στη δεύτερη, ο ενήλικας επαινεί το παιδί· και στην τρίτη ο ενήλικας ανταμείβει το παιδί, δίνοντάς του ένα παιχνίδι. Το αποτέλεσμα: ενώ τα παιδιά στις πρώτες δύο ομάδες εξακολουθούν να βοηθούν, θεωρώντας το φυσιολογικό, τα περισσότερα παιδιά της τρίτης ομάδας κάνουν κάτι τέτοιο μόνο αν ξέρουν ότι θα ανταμειφθούν.Στο βιβλίο του The Art of Not Being an Egoist («Η τέχνη τού να μην είσαι εγωιστής»), ο φιλόσοφος Richard David Precht έχει ένα κεφάλαιο με τίτλο «What Money Does to Morals» («Πώς επιδρούν τα χρήματα στις ηθικές αξίες»). «Είναι μια συγκινητική σκηνή», γράφει στο ξεκίνημα, αναφερόμενος σε ένα πολύ παρόμοιο πείραμα, με δεκατετράμηνα παιδιά που βοηθούν ενήλικες ν’ ανοίξουν την πόρτα μιας σκευοθήκης. Αυτά τα πειράματα, που διοργανώθηκαν από το Ινστιτούτο Εξελικτικής Ανθρωπολογίας Μαξ Πλανκ στη Λειψία της Γερμανίας, μπορεί να τα δει κανείς στο Διαδίκτυο.[i] Ωστόσο, οι σκηνές με την τρίτη ομάδα παιδιών δεν έχουν αναρτηθεί και, για να είμαι ειλικρινής, δεν θα ήθελα να τις δω. Θα μου προκαλούσαν λύπη.
Ένα άρθρο σχετικά με τη χρήση οικονομικών κινήτρων για τους υπαλλήλους, το «The Gummy Bear Effect» («Το ζελεδάκι και η επίδρασή του»), καταγράφει τα διαστρεβλωτικά αποτελέσματα που μπορούν να προκαλέσουν τα εξωτερικά κίνητρα στα βασικά, εσωτερικά, ανθρώπινα κίνητρα:
Σ’ ένα παιδικό πάρτι γενεθλίων, διηγείστε μια συναρπαστική ιστορία με πειρατές, δράκους κι έναν βυθισμένο θησαυρό. Μετά βάζετε τα παιδιά να φτιάξουν ζωγραφιές σχετικές με την ιστορία. Τα παιδιά στρώνονται στη δουλειά πρόθυμα και ζωγραφίζουν πειρατικούς όρμους, θαλάσσια τέρατα και στολίσκους πειρατικών πλοίων, με πολλές λεπτομέρειες. Στη συνέχεια το πείραμα διαφοροποιείται, ώστε να περιλαμβάνει ένα σύστημα παροχής κινήτρων. Κάθε παιδί λαμβάνει ένα ζαχαρωτό ζελεδάκι για κάθε ολοκληρωμένη εικόνα. Στην αρχή τα παιδιά είναι κατευχαριστημένα, αλλά –εντελώς ξαφνικά– γίνεται προφανές ότι υπάρχουν δύο ομάδες παιδιών: οι “καλλιτέχνες” παραμένουν αφοσιωμένοι στα έργα τους με τον ίδιο οίστρο που είχαν πριν – η ανταμοιβή τούς προξενεί χαρά, είναι μια θετική παρενέργεια. Οι “επιχειρηματίες”, απ’ την άλλη πλευρά, περνάνε στη μαζική παραγωγή ξεπετώντας απλές εικόνες με όλο και αυξανόμενη ταχύτητα και τσαπατσουλιά και στοιβάζουν σωρούς από ζελεδάκια για να κάνουν επίδειξη της επιτυχίας τους. Οι, απορροφημένοι στις ζωγραφιές τους, “καλλιτέχνες” αρχίζουν να παρατηρούν τις στοίβες από ζελεδάκια των “επιχειρηματιών” και, αργά αλλά σταθερά, αρχίζουν να ενδιαφέρονται λιγότερο για τις λεπτομέρειες των έργων τους. [...] Μετά έρχεται η τελευταία φάση του πειράματος: Οι κανόνες του παιχνιδιού αλλάζουν και πάλι, με τη δικαιολογία ότι τα ζαχαρωτά έχουν τελειώσει. Ξαφνικά, όχι μόνο οι “επιχειρηματίες” αλλά και οι “καλλιτέχνες” χάνουν το ενδιαφέρον τους. Η εισαγωγή και η κατάργηση ενός συστήματος παροχής κινήτρων μετέτρεψε μιαν ορεξάτη και ολοζώντανη συντροφιά μικρών κατεργάρηδων σ’ έναν κακοδιάθετο όχλο.[ii]
Πειράματα με ενήλικες αποφέρουν παρόμοια αποτελέσματα. Για παράδειγμα, ο οικονομολόγος Uri Gneezy παρατήρησε πως όταν το νηπιαγωγείο της τρίχρονης κόρης του εισήγαγε μια ποινή για τους γονείς που αργούσαν να έρθουν για να πάρουν τα παιδιά τους, τα αποτελέσματα δεν ήταν αυτά που αναμένονταν. Έτσι, αυτός και ο συνεργάτης του Aldo Rustichini ερεύνησαν πόσοι άλλοι γονείς ήταν αργοπορημένοι σε δέκα άλλα νηπιαγωγεία στη Χάιφα του Ισραήλ. Στη συνέχεια, μια ποινή ύψους δέκα σέκελ (περίπου τρία δολάρια) επιβλήθηκε στους γονείς που ήταν, το λιγότερο, δέκα λεπτά αργοπορημένοι. Το αποτέλεσμα: Κατά μέσο όρο, τώρα αργούσαν περισσότεροι από τους διπλάσιους γονείς. Και αυτό δεν άλλαξε, ακόμη κι όταν καταργήθηκε η ποινή. Αυτό που προηγουμένως ήταν ένα θέμα κοινωνικής ποιότητας ζωής –το να μην κάνεις τους καθηγητές να περιμένουν– είχε τώρα υποβιβαστεί σε μια ποσότητα, η οποία ερέθιζε ακόμη λιγότερο το αίσθημα ευθύνης των γονέων. Στους γονείς, το γεγονός ότι το «να είσαι αργοπορημένος» ήταν διαθέσιμο και πάλι «χωρίς χρέωση» πιθανόν να φάνηκε σαν ένα πρόσθετο διαπραγματευτικό δέλεαρ.
Ο Precht μιλά για την «περίεργη δύναμη των χρημάτων», η οποία καταστρέφει την «αίσθηση των […] ξεχωριστών ποιοτήτων, του σπάνιου και του βραχύβιου, της στιγμής, της οικειότητας, και πάει λέγοντας. Όταν κυβερνούν τα χρήματα, τα πάντα φαίνονται μονότονα και αδιάφορα. Η ζωή δείχνει εντελώς αντικειμενοποιημένη – σε τόσο μεγάλο βαθμό, που οτιδήποτε άλλο εκτός από τα χρήματα θεωρείται άσχετο».
Τα συνεργατικά παίγνια με ενήλικες, που διεξάγουν οι οικονομολόγοι, στα αρχικά στάδια επίσης διαψεύδουν την εικόνα μιας ανθρωπότητας που λειτουργεί στη βάση οικονομικών δεδομένων (Homo economicus), εικόνα που κατέχει θεμελιώδη θέση στο γνωστικό αντικείμενό τους. Αντί να φαίνεται ότι οι άνθρωποι πάντα επιδιώκουν το στενά ατομικό τους συμφέρον, τα παίγνια μαρτυρούν την τάση των ανθρώπων να είναι δίκαιοι – αλλά μόνο μέχρι η πρώτη εγωιστική κίνηση να εκδηλωθεί.[iii] Και δεν αποτελεί έκπληξη πως, όταν συγκρίνονται με άλλους φοιτητές, αυτοί των οικονομικών και των επιχειρηματικών σπουδών είναι οι πρώτοι που θα εγκαταλείψουν τη συνεργασία και θα υιοθετήσουν μη συνεργατικές στρατηγικές: στο κάτω κάτω, καθημερινά διδάσκονται πράγματα για τον Homo economicus.
Αποτελούμε όλοι μέρος ενός μεγαλύτερου πειράματος, του ίδιου είδους: τη σύγχρονη νομισματική οικονομία. Κι αυτή, επίσης, είναι θεμελιωμένη στην ιδέα του Homo economicus, ο οποίος ορίζεται στο έγκυρο γερμανικό λεξικό Duden ως «ένα πρόσωπο που κατευθύνεται αποκλειστικά από χρησιμοθηρικούς οικονομικούς υπολογισμούς». Ένας δεύτερος ορισμός περιγράφει τον όρο ως σημαίνοντα τον «σύγχρονο άνθρωπο καθεαυτόν» – κάτι που δηλώνει, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, εγωισμό, ανταγωνιστικότητα και ένα έθος αναγωγής της ζωής στη χρησιμότητα.
Στο ομώνυμο βιβλίο του, ο οικονομολόγος Gebhard Kirchgässner υπερασπίζεται τον Homo Economicus ως «όχι και τόσο αντιπαθητικό», επειδή απλώς δρα «ουδέτερα και λογικά», όπως ο ιερέας και ο λευίτης στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη, που είδαν τον άνθρωπο που είχε πέσει στα χέρια ληστών και τον προσπέρασαν. Με δεδομένο ότι δεν είχαν καμία ιδιαίτερη σχέση μαζί του, δεν υπήρχε γι’ αυτούς καμία διαφορά ανάμεσα στον αν ο συνάνθρωπος τους είχε ή δεν είχε κάποιο πρόβλημα. Αυτό ακριβώς είναι το πλεονέκτημα της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας: «Θεωρεί δεδομένη μια ρεαλιστική εικόνα της ανθρωπότητας και […] δεν υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι γίνονται “καλύτεροι” κάτω από διαφορετικές συνθήκες.» Ο Precht φτάνει σ’ ένα διαφορετικό συμπέρασμα: «Ο αυστηρός και επίπονος υπολογισμός της ωφέλειας (utility), η αναλγησία και η απληστία δεν είναι οι κύριες κινητήριες δυνάμεις του ανθρώπου, αλλά το αποτέλεσμα στοχευμένης αγωγής. Θα μπορούσε κανείς να το ονομάσει αυτό “η καταγωγή του εγωισμού μέσω της καπιταλιστικής επιλογής”, ακολουθώντας τον τίτλο του φημισμένου έργου του Κάρολου Δαρβίνου.»
Πάνω από δύο δεκαετίες, η φεμινιστική σκέψη ασχολείται με μια μεταδομιστική προσέγγιση που επιχειρεί να συλλάβει με θεωρητικούς όρους τόσο τη βαθύτερη ενσωμάτωση των ανθρώπων στο κοινωνικό τους περιβάλλον όσο και τη διαρκή κατασκευή των εαυτών τους απ’ αυτούς τους ίδιους, με αποτέλεσμα την αλλαγή αυτού του περιβάλλοντος. Για τον λόγο αυτόν, τα σώματά μας, τα αισθήματά μας και η ενσυναίσθηση μπορούν να εννοηθούν μόνο σε σχέση με ό,τι αφήνει το αποτύπωμά του πάνω μας· είμαστε, ωστόσο, κάτι περισσότερο από μια κενή σελίδα, ένα εντελώς παθητικό αντικείμενο, που διαμορφώνεται από την κοινωνική αλληλεπίδραση. Σίγουρα, δεν είμαστε διαχωρισμένα άτομα με αυτόνομη σκέψη και αίσθηση, αλλά μάλλον μέλη της κοινωνίας μ’ όλο μας το είναι.
Από πού, ωστόσο, θα έπρεπε να προέλθει η ενσυναίσθηση αν όχι από εμάς τους ανθρώπους; Κάποιες διεισδυτικές μελέτες της Επιγενετικής καταδεικνύουν ότι η βιολογία μας, συμπεριλαμβανομένων των γονιδίων μας, δεν μπορεί να εννοηθεί διαχωρισμένη από τις επιρροές του περιβάλλοντος.[iv]
Ο Καναδός φυσικός και συγγραφέας Gabor Maté δίνει έμφαση στο ότι κανείς μας δεν μπορεί να διαχωριστεί από το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε. Το επιχείρημα του γενετικού προκαθορισμού επιτρέπει την αποφυγή των αναφορών στις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Αντί γι’ αυτές, γίνεται αναφορά σε μια θεμελιώδη και αναλλοίωτη έννοια της ανθρώπινης φύσης. Κατά συνέπεια, η κοινωνία μας, που βασίζεται στον ανταγωνισμό, πέφτει θύμα του μύθου ότι οι άνθρωποι είναι ανταγωνιστικοί, ατομιστές και ιδιοτελείς εκ φύσεως. Αντιθέτως, μόνο από μια άποψη θα έπρεπε να μιλάμε για την ανθρώπινη φύση και αυτή είναι η ύπαρξη συγκεκριμένων ανθρώπινων αναγκών. «Ως ανθρώπινα πλάσματα, έχουμε μια ανάγκη για συντροφιά και εγγύτητα· μια ανάγκη να αγαπηθούμε, να συνδεθούμε, να γίνουμε αποδεκτοί και ορατοί· να γίνουμε αποδεκτοί γι’ αυτό που είμαστε. Αν αυτή η ανάγκη εκπληρωθεί, αναπτυσσόμαστε και γινόμαστε συμπονετικοί και συνεργατικοί άνθρωποι που έχουν ενσυναίσθηση και μπορούν να μπουν στη θέση των συνανθρώπων τους.»[v]
Αλλά, στην κοινωνία μας, αυτό που παρατηρείται συχνά είναι το αντίθετο – γεγονός που οδηγεί σε διαφορετικά χαρακτηρολογικά γνωρίσματα.
Χωρίς να θεωρεί τέτοιες ανάγκες ως οντολογικές και ανιστορικές, ο μεταδομιστικός φεμινισμός επίσης υποδεικνύει ότι αν αυτές οι ανάγκες δεν εκπληρωθούν, θα εκδηλωθούν στον ψυχισμό του υποκειμένου με τη μορφή της μελαγχολίας. Η Hanna Meissner μιλά για την «απώλεια που δεν μπορούμε να πενθήσουμε επειδή δεν έχουμε επίγνωση αυτού που έχει χαθεί, καθώς η επιλογή ζωής που έχει απολεσθεί, ή που αποκλείεται από τη ζωή μας, δεν μπορεί ούτε καν να γίνει κατανοητή, έστω και φανταστικά, σαν μια δυνατότητα εντός του πλαισίου της συμβολικής τάξης».
Το τι σημαίνει αυτό όσον αφορά την αναζήτηση μιας πιο χαρούμενης κοινωνίας είναι προφανές. Κάθε φορά που κάποιοι ισχυρίζονται ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια καλύτερη κοινωνία ή ένα οικονομικό μοντέλο που να μην είναι τόσο ισχυρά θεμελιωμένο στην ιδιοτέλεια –επειδή «έτσι είναι οι άνθρωποι, στο τέλος τέλος»– μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε με τα λόγια του Richard David Precht: «Δεν γεννιόμαστε εγωιστές, μας διαμορφώνουν έτσι».
Σύμφωνα με τον Precht, η διαπίστωση ότι οι υλικές ανταμοιβές καταστρέφουν τους ανθρώπινους χαρακτήρες έχει μια βαθύτατα ανησυχητική διάσταση. Στο κάτω κάτω, ολόκληρο το οικονομικό μας σύστημα έχει χτιστεί πάνω σε τέτοιες ανταλλαγές. Και αν τα οικονομικά αποτελούν την προέκταση της ηθικής με άλλα μέσα, όπως υποστηρίζει ο οικονομολόγος Karl Homann και άλλοι, τι είδους ηθική είναι αυτή που προκαλεί πείνα μέχρι θανάτου για χιλιάδες ανθρώπους κάθε μέρα; Πρόκειται γι’ αυτούς που δεν έχουν αρκετά να προσφέρουν στις δοσοληψίες των αγορών.
Κατά συνέπεια, προκύπτει το ερώτημα πώς οι άνθρωποι θα απεμπλακούν από αυτή την αλλόκοτη δύναμη των χρημάτων αν λείπει μια «θεμελιώδης κριτική στο σύνολο του οικονομικού μας συστήματος», το οποίο ο Precht θεωρεί επίσης ως απατηλό. Ο κοινωνικός ψυχολόγος Harald Welzer, ορθά, εκτιμά ότι η λεγόμενη ρεαλιστική πολιτική (Realpolitik) είναι μια «πολιτική αυταπάτης», αν αναλογιστούμε τον βαθμό στον οποίο οι άνθρωποι κλείνουν τα μάτια τους απέναντι στις παγκόσμιες κοινωνικές καταστροφές. Από αυτή την άποψη, διατείνεται, μόνο οι ουτοπιστικές πολιτικές είναι ρεαλιστικές.
Η φετιχιστική λατρεία και η ιεροποίηση της ανάπτυξης και άλλων τέτοιων εννοιών, στην πραγματικότητα ψευδο-εννοιών, από το παρελθόν, οδηγεί σε απατηλές πραγματικότητες – ακριβώς όπως η ρεαλιστική πολιτική είναι στην πραγματικότητα μόνο η δημιουργία της ψευδαίσθησης ενός κατεστημένου που δεν υφίσταται πια. Αυτό σημαίνει ότι η ρεαλιστική πολιτική, αυτή τη στιγμή, είναι στην πραγματικότητα πολιτική ψευδαισθήσεων και ότι ο ουτοπισμός είναι ρεαλισμός – επειδή η ουτοπιστική δράση και οι ουτοπιστικές αρχές δράσης είναι, τελικά, ρεαλιστικές στο μέτρο που θεωρούν ότι δεν μπορούμε, έτσι απλά, να συνεχίσουμε όπως πριν και πρέπει να υπάρξει μια εκ θεμελίων αλλαγή, στην ουσία όχι μια αλλαγή […] στο πλαίσιο των υπαρχόντων πρακτικών, αλλά μια αλλαγή του ίδιου του πλαισίου, των ίδιων των πρακτικών.[vi]
Ο Welzer απαντά στο ερώτημα του Precht σχετικά με τη ριζική κοινωνική και οικολογική ανανέωση μέσω δημοκρατικών μεθόδων με μια έκκληση για αλλαγή «πολιτισμικής πρακτικής» – καθώς είναι απαραίτητο να θεωρήσουμε το όλο ζήτημα ως πολιτικό.[vii]
Για δεκαετίες, ο φεμινισμός έχει προσδιορίσει τα τοπικά σημεία εκκίνησης ενός διαφορετικού οικονομικού συστήματος, ως μια «αντικαθεστωτική πρακτική» (Carola Moeller) της καθημερινής ζωής. Αυτό δεν σημαίνει ότι άλλοι χώροι της πολιτικής ζωής στερούνται νοήματος, ωστόσο σημαίνει ότι ένας ακρογωνιαίος λίθος αυτής της διαδικασίας είναι το να αλλάζουμε τις πρακτικές της καθημερινής μας ζωής μ’ έναν τρόπο ο οποίος να μεταβάλλει το συγκεκριμένο πλαίσιο όπου λαμβάνουν χώρα αυτές οι πρακτικές. Αν έχουμε κατανοήσει ότι εμείς, οι άνθρωποι, μπορούμε να υπάρχουμε μόνο σε διαπλοκή με το περιβάλλον μας, τότε επίσης καταλαβαίνουμε ότι νέοι ορίζοντες σκέψης και δράσης προκύπτουν μόνο σε αλληλεπίδραση με ένα διαφοροποιημένο περιβάλλον, δηλαδή με έναν διαφορετικό υλικο-οικονομικό τρόπο ζωής.
«Διαμορφωνόμαστε σε μεγάλο βαθμό από την κοινωνία», λέει ο Robert Maurice Sapolsky, καθηγητής νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. «Διαφορετικές μεγάλες κοινωνίες θα μπορούσαν να οριστούν ως ατομικιστικές η κολεκτιβιστικές και έχουμε πολύ διαφορετικούς ανθρώπους και τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς [...] ανάλογα με την περίπτωση.» Και προειδοποιεί: «Όσο πιο διαστρωματωμένη είναι μια κοινωνία, τόσο λιγότερους ανθρώπους θεωρείς ισάξιους και ομότιμους, με λιγότερους ανθρώπους έχεις συμμετρικές σχέσεις αμοιβαιότητας. Αντί γι’ αυτό, έχεις [...] ένα κόσμο με πολύ λιγότερο αλτρουισμό.»[viii]
Ο Sapolsky χρησιμοποιεί τον όρο peers (ομότιμοι, ισάξιοι). Commons-based peer production [ελληνική απόδοση: Ομότιμη παραγωγή βασισμένη στα κοινά] είναι ο όρος που ο καθηγητής Νομικής του Χάρβαρντ Yochai Benkler χρησιμοποιεί για να περιγράψει τον τρόπο που δημιουργείται το ελεύθερο λογισμικό – ένα φαινόμενο που η θεωρία που βασίζεται στον Homo economicus δεν μπορεί να εξηγήσει.[ix]
Μόνον αργότερα, όταν έγραφα το βιβλίο μου Halbinseln gegen den Strom. Anders leben und wirtschaften [πιθανή απόδοση: «Χερσόνησοι ενάντια στο ρεύμα. Ζώντας και ενεργώντας διαφορετικά» – κυκλοφόρησε το 2009], στο οποίο διερευνώ εναλλακτικούς τρόπους διεξαγωγής οικονομικών δραστηριοτήτων στις γερμανόφωνες χώρες, μπόρεσα να δω ξεκάθαρα ότι οι αρχές που διατυπώνονται παραπάνω μπορούν, κατά βάση, να ανιχνευτούν και στις πλέον πρόσφατες πρωτοβουλίες επίσης. Χρησιμοποιώ τον, κατά κάποιο τρόπο, πιο ευέλικτο όρο Ecommony («Κοινονομία»), ωστόσο η ιδέα του Sapolsky με κάνει ν’ αναρωτιέμαι για τη σημασία της λέξης ομότιμος (peer) και για το αν πρέπει να παραλειφθεί ή όχι. Γιατί –κι αυτό έχει αποφασιστική σημασία– ο «δομικός κοινοτισμός» [structural communality - Stefan Meretz: σχετική μετάφραση στα ελληνικά, εδώ & εδώ] αναδύεται μέσα απ’ αυτές τις αρχές. Υποστηρίζει τη συνεργασία αντί για τον ανταγωνισμό και ανοίγει καινούργιες οδούς εξέλιξης των ανθρώπων.[x]
Αυτές οι «χερσόνησοι» είναι χώροι (κυριολεκτικά ως εδαφικές ή ως απλώς κοινωνικές οντότητες) όπου, ως έναν συγκεκριμένο βαθμό, οι άνθρωποι δημιουργούν μια διαφορετική πραγματικότητα για τους ίδιους τους εαυτούς τους και προσπαθούν να πειραματιστούν και να δουν πού θα μπορούσε να τους οδηγήσει το δημιούργημά τους. Είναι χώροι που επιτρέπουν στους ανθρώπους να αναπτυχθούν με διαφορετικό τρόπο, γιατί ένα διαφορετικό σύνολο παραδοχών θεωρείται δεδομένο εδώ.[xi]
Ωστόσο, στη σημερινή μας κατάσταση ύπαρξης, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πώς θα έμοιαζε μια κοινωνία που θα τη διέπνεαν οι αρχές αυτές. Η ανταλλαγή, ο ανταγωνισμός και η υποχρέωση να επιβάλλουμε τους εαυτούς μας έχουν αφήσει το σημάδι τους πάνω μας. Χρειαζόμαστε νέες εμπειρίες, που κατά τη διάρκεια τους να αλλάζουμε και με τις οποίες να μπορούμε να κερδίσουμε καινούργια και βαθύτερη γνώση. Υπό αυτή την έννοια, στην παρούσα φάση η πλέον ρεαλιστική και διαχειρίσιμη παραδοχή φαίνεται να είναι ότι: Ο κόσμος μάς διαμορφώνει και εμείς διαμορφώνουμε τον κόσμο.
Βιβλιογραφία - Πηγές
·
Gneezy, Uri and
Aldo Rustichini. 2000. “A Fine is a Price,” Journal of Legal Studies
(29)1:17.
·
Habermann,
Friederike. 2008. Der Homo Oeconomicus und das Andere. Hegemonie,
Identität und Emanzipation, Baden-Baden.
·
Habermann,
Friederike. 2009. Halbinseln gegen den Strom. Anders leben und wirtschaften im
Alltag, Königstein.
·
Habermann,
Friederike. 2011. Solidarität wär´ eine prima Alternative. Oder: Brot, Schoki
und Freiheit für alle, rls-paper.
·
Kersting,
Wolfgang u.a. 1998. “Grenzen des ökonomischen Imperialismus?” Norbert Brieskorn/Johannes Wallacher (eds.), Homo
Oeconomicus: Der Mensch der Zukunft?,
Stuttgart/ Berlin/Köln, 33–37.
·
Kirchgässner,
Gebhard (2000): Homo Oeconomicus. Das ökonomische Modell
individuellen Verhaltens und seine Anwendung in den Wirtschafts- und
Sozialwissenschaften, 2., erg. u. erw.
Aufl., Tübingen.
·
Meißner, Hanna.
2008. “Die gesellschaftliche Form des Subjekts. Judith Butlers Theorie der
Subjektivität,” Zeitschrift für Frauenforschung &
Geschlechterstudien, (26)3+4:23-37.
·
Precht, Richard
David. 2010. Die Kunst, kein Egoist zu sein. Warum wir gerne gut sein wollen,
und was uns davon abhält, München.
· Warneken, Felix/Tomasello, Michael. 2008. “Extrinsic
Rewards Undermine Altruistic Tendencies in 20-Month-Olds,” Developmental
Psychology, (44) 6: 1785–1788.
[iii] Precht
2010: 394f. Ο Precht αναφέρεται εδώ σε πειράματα που διεξήγαγε ο Ernst Fehr.
[viii] Zeitgeist - Moving Forward (βλ. Υποσημ. 5).
[x] Ιδιαίτερα
όταν μια εξέταση των σχέσεων εξουσίας
–είτε είναι σεξιστικές, είτε ρατσιστικές, είτε οτιδήποτε άλλο– δείχνει
ότι πάντοτε συνεπάγονται και προϋποθέτουν την κατασκευή των «μη ομότιμων», των
«άλλων», ως θεμέλιο. Βλ. Habermann 2008.
[xi] Έχω
επεξεργαστεί αυτές τις αρχές λεπτομερέστερα αλλού (Habermann 2011).
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου